Λίνοι

Λίνοι
Λίνος
the song
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λίνοι — the Bands masc nom/voc pl λίνος the song masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοῖ — λίνεος of flax masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνοις — λίνοι the Bands masc dat pl λίνον anything made of flax neut dat pl λίνος the song masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνοισι — λίνοι the Bands masc dat pl (epic ionic aeolic) λίνον anything made of flax neut dat pl (epic ionic aeolic) λίνος the song masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνοισιν — λίνοι the Bands masc dat pl (epic ionic aeolic) λίνον anything made of flax neut dat pl (epic ionic aeolic) λίνος the song masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνους — λίνοι the Bands masc acc pl λίνος the song masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνων — λίνοι the Bands masc gen pl λίνον anything made of flax neut gen pl λίνος the song masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * λίνος και λῑνος, ὁ (ΑM) το λίνο αρχ. 1. (κατά …   Dictionary of Greek

  • οθόνιο(ν) — το (Α ὀθόνιον και ὀθόνειον) [οθόνη] 1. τεμάχιο οθόνης, τεμάχιο λεπτού λινού υφάσματος, λινό ύφασμα 2. στον πληθ. τα οθόνια λινοί επίδεσμοι ή ξαντό για τα τραύματα αρχ. 1. ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή ιστίων πλοίου 2. στον πληθ. α) λινά… …   Dictionary of Greek

  • περιπόρφυρος — ον, Α (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.) 2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [τήβεννα ή τήβεννος]» λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές β) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”